- οδυσσειακός
- -ή, -ό (Α ὀδυσσειακός, -ή, -όν) [Οδύσσεια]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Οδύσσεια ή αυτός που αρμόζει στην Οδύσσειανεοελλ.μτφ. περιπετειώδηςαρχ.φρ. «Ὀδυσσειακὴ προσῳδία» — τίτλος έργου τού Ηρωδιανού.
Dictionary of Greek. 2013.