οδυσσειακός

οδυσσειακός
-ή, -ό (Α ὀδυσσειακός, -ή, -όν) [Οδύσσεια]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Οδύσσεια ή αυτός που αρμόζει στην Οδύσσεια
νεοελλ.
μτφ. περιπετειώδης
αρχ.
φρ. «Ὀδυσσειακὴ προσῳδία» — τίτλος έργου τού Ηρωδιανού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ὀδυσσειακός — the Odyssey masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακά — Ὀδυσσειακός the Odyssey neut nom/voc/acc pl Ὀδυσσειακά̱ , Ὀδυσσειακός the Odyssey fem nom/voc/acc dual Ὀδυσσειακά̱ , Ὀδυσσειακός the Odyssey fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῶν — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem gen pl Ὀδυσσειακός the Odyssey masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακαῖς — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῆς — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὀδυσσειακῇ — Ὀδυσσειακός the Odyssey fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”